- δημιώδης
- δημιώδης, -ες (Α) [δήμιος]ο δημώδης, αυτός που χρησιμοποιείται από τον λαό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημιῶδες — δημιώδης masc/fem voc sg δημιώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)